Ο μπαμπάς μου, εγώ… και η ιστορία του κομπολογιού!

Ένας μποέμ τύπος. Με ισχυρή ταυτότητα και προσωπικό στιλ. Αγαπούσε τα κοτλέ παντελόνια, πουκάμισα, μοκασίνια και πάντα τις χαρακτηριστικές τιράντες του. Μακριά μαύρα μαλλιά, μούσια και διαπεραστικό βλέμμα. Καλλιτέχνης. Ξεκάθαρα καλλιτέχνης. Ταγμένος και αφοσιωμένος. Σκληροπυρηνικά δοσμένος.

Τον θυμάμαι να μην βάζει νερό στο κρασί του. Να δημιουργεί νύχτα μέρα. Να σκέφτεται με ασήμια και πέτρες. Να σμιλεύει το μέταλλο και να εκφράζει το μέσα του. Χαρισματικός. Ταλαντούχος. Ο πατέρας μου, του οποίου την τέχνη και ακολούθησα.

Τον θυμάμαι να κρατάει πάντα ένα κομπολόι. Να πίνουμε τον καφέ μας απογεύματα στη Νάουσα της Πάρου, μόλις είχαμε ανοίξει το μαγαζί και να τα λέμε. Το κομπολόι πάντα στην παρέα μας. Διαφορετικό κάθε φορά. Έπρεπε να ταιριάζει και να σετάρεται με τα ρούχα του και με τις διαθέσεις του.

Μιλούσαμε με τις ώρες. Τον ρωτούσα. Μου απαντούσε. Με ρίζες από την Πόλη, με βαθιές ρίζες στο συναίσθημα, ανέκαθεν με γοήτευαν οι ιστορίες του…

Τον ρώτησα για το κομπολόι. Η αγάπη του για αυτό το κόσμημα ήταν εμφανής. Ήταν σαν μια προέκταση του είναι του. Πάντα εκεί. Συντροφιά. Τον ρώτησα γιατί. Γιατί του άρεσε τόσο πολύ να φτιάχνει κομπολόγια; Γιατί πάντα τα δάχτυλά του ταξίδευαν ανάμεσα σε χάντρες;

Μου είπε. Πίναμε τον καφέ μας, οι χάντρες γλιστρούσαν ρυθμικά και μελωδικά και μου είπε… «Οι χάντρες πρέπει να είναι μονές. Μονός αριθμός. Έτσι λέει η παράδοση. Το ήξερες;» Όχι. Που να το ήξερα. Ήμουνα μικρή. Μάθαινα ακόμα. Κι εκείνος ήταν εκεί για να μου απαντά.

Η ιστορία του κομπολογιού μοιάζει να χάνεται στο βαθύ, πολύ βαθύ παρελθόν. Βαθιά και η φωνή του. Σταθερή, ήρεμη. Σίγουρη. Σαν να είχε μετουσιωθεί όλη του η εσωτερική δύναμη σε ήχο.

Λένε, ότι το πρώτο κομπολόι δημιουργήθηκε από κάποιον μοναχό στην Αρχαία Ινδία. Το παραμύθι με ταξιδεύει κάπου μεταξύ 800-500 π.Χ. Αφορμή για τη δημιουργία του, ήταν η λειτουργικότητα, η πρακτική ανάγκη του μοναχού ώστε να συγκεντρωθεί απόλυτα σε έναν συγκεκριμένο αριθμό προσευχών. Δεν ήξεραν όμως όλοι να μετράνε. Ούτε εγώ όταν ήμουν μικρή…

Αλλά και να ήξεραν, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να ξεχαστεί κάποια προσευχή ή να ειπωθεί κάποια παρακάτω. Άσε που το να έχεις το νου σου στο μέτρημα σήμαινε ότι δεν είσαι απόλυτα προσηλωμένος στην προσευχή. Ο κανόνας ήθελε 108 προσευχές ακριβώς. Και κάπως έτσι, πέρασαν σε ένα σκοινάκι 108 κουκούτσια, οι δυο άκρες δέθηκαν μεταξύ τους, με μια φουντίτσα στο τελείωμα, που όριζε την αρχή και το τέλος του μετρήματος. Και κάπως έτσι, γεννήθηκε το κομπολόι. Οι Ινδοί σήμερα το ονομάζουν «τζαμπάλα».

Όχι. Ο μπαμπάς μου κρατούσε και δημιουργούσε ελληνικό κομπολόι. Και στην Ελλάδα το κομπολόι ξεκίνησε από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, περίπου το 1.000 μ.Χ. Ένα μαύρο μάλλινο σκοινάκι, δέθηκε σε πενήντα τέσσερις κόμπους και οι δύο άκρες δέθηκαν σε σχήμα σταυρού. Αυτό ήταν το δεητικό στεφάνι της Παναγίας. Αργότερα οι κόμποι έγιναν 33, όσα και τα χρόνια του Χριστού.

Κι αν  σου θυμίζει κάτι όλο το παραπάνω, ναι. Είναι το προσευχητάρι, είναι το κομποσκοίνι και φυσικά το κομπολόι. Κομπολόι γιατί εκείνος που προσεύχεται ακουμπάει τον κάθε κόμπο λέγοντας μια προσευχή. «Κόμπος». «Λέγει». Κομπολέγει. Κομπολόγι. Κομπολόι.

Κομπολόγι στα σοκάκια της Πάρου με τον μπαμπά μου. Να μου λέει ιστορίες γεμάτες πληροφορίες. Να αγαπώ ακόμα περισσότερο τη δουλειά που επέλεξα. Να συνειδητοποιώ πως οι χάντρες δεν είναι απλά ένα παιχνίδι στα χέρια του. Είναι ένα κομμάτι του εαυτού του. Είναι οι σκέψεις του, είναι οι ευχές του, οι προσευχές του. Ο ήχος τους, το ταξίδι τους, είναι κάτι ιερό. Η ιερή συντροφιά του που γαλήνευε την ψυχή του κι όλα εκείνα που δεν φαίνονταν στην σταθερή και συμπαγή φωνή του. Ο προσωπικός του καθημερινός διαλογισμός που τον κρατούσε συγκεντρωμένο και επικεντρωμένο στο τώρα του. Στο τώρα μας. Εκεί στο νησί που φτιάχναμε ασήμια. Κοσμήματα.

Επί τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι αξιωματούχοι στα κομπολόγια τους είχαν χάντρες από κεχριμπάρι και μεταξένια φούντα. Ντεσμπίχ το έλεγαν. Για εκείνους ήταν ένας τρόπος να χαλαρώνουν, να επιδεικνύουν τον πλούτο τους, την εξουσία και τη σημαντικότητά τους. Με τα χρόνια, πέρασε και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα ως σύμβολο αγάπης, φιλίας. Ως μαγκιά, ως δύναμη. Ως επίδειξη, ως σφραγίδα.

Σιγά σιγά, το κομπολόι πέρασε και στους σκλαβωμένους Έλληνες. Προσεύχονταν με αυτό, για να απαλλαγούν από τη σκλαβιά τους. Η μακροχρόνια συνύπαρξη κομπολογιού και ντεσμπίχ, είχε ως αποτέλεσμα το ένα να επηρεάσει το άλλο. Έτσι δεν γίνεται πάντα; Η καθιέρωση της μετονομασίας ήρθε στις αρχές της επανάστασης του 1821.

Άνοιγε την κασετίνα του, άναβε τσιγάρο και συνέχιζε. Τον άκουγα μαγεμένη. Ήταν ο μπαμπάς μου, ναι. Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα –αυτονόητο. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ο τρόπος του. Ο τρόπος που μιλούσε, οι λέξεις, ο ήχος. Οι γνώσεις. Η αγάπη που είχε για τις γνώσεις. Η διάθεση που είχε να μου τις πει. Οι πληροφορίες. Η κουλτούρα. Το σίγουρο βλέμμα. Το διαπεραστικό. Καλλιτεχνική μυσταγωγία. Οι στιγμές μας.

Κάποιος φίλος περνούσε πού και πού και μας διέκοπτε. Συνεχίζαμε με την πρώτη ευκαιρία…

Κάπου εδώ, είμαι σίγουρη ότι στο μυαλό σου έρχονται οι μάγκες. Οι νταήδες. Με τα κομπολόγια τους. Οι ρεμπέτες. Ομάδες κοινωνικά ανένταχτες στην τότε υψηλή κοινωνία. Το κομπολόι τους πιο συνηθισμένο, πιο οικονομικό. Ένας τρόπος να δηλώσουν την παρουσία τους, ενοχλώντας συνειδητά με τον ήχο τους υπόλοιπους. Και κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι το κομπολόι είναι το αξεσουάρ των αργόσχολων,  του υπόκοσμου. Δεν είναι έτσι.

Το κομπολόι υπήρξε και σε χέρια αρχόντων, σε χέρια πλουσίων. Με κεχριμπάρια και μετάξια. Από ασήμι ή χρυσό. Πραγματικά κοσμήματα αξίας.

Το κομπολόι αποτελείται από τις χάντρες, τη φούντα και το θυρεό. Οι μάγκες αφαίρεσαν τη φούντα, εμπόδιζε το στριφογύρισμα και το βροντοχτύπημα των χαντρών. Οι πιο φτωχοί το έκαναν γιατί η μεταξωτή φούντα ήταν ακριβή κι έτσι μείωναν το κόστος. Η φούντα όμως ήταν εκεί για να χαλαρώνει και ο θυρεός για να διευκολύνει την ολίσθηση της χάντρας.

Οι χάντρες μπορεί να είναι κουκούτσια. Μπορεί να είναι και ημιπολύτιμοι λίθοι. Αιματίτης, αμέθυστος, αχάτης, μαργαριτάρια, ζιργκόν. Μπορεί να είναι από ελεφαντόδοντο, κοράλλια, όστρακα, ασήμι, χρυσό. Κεχριμπάρι –φυσικά.

Το κομπολόι μπορεί να είναι κόσμημα. Έργο τέχνης ακριβό. Είδος συλλογής. Δημιούργημα που μπορεί η αξία του να σκαρφαλώσει σε απρόσμενο ύψος. Πάνω από όλα όμως είναι ένα προσωπικό αξεσουάρ. Και πρέπει να ταιριάζει στη χούφτα του κατόχου, να «βολεύεται», ώστε να υπακούει. Το κομπολόι είναι φιλοσοφία, ύφος, ταυτότητα. Μελωδία προσωπική. Ρυθμός. Δικός σου. Ένα ιδιαίτερο «μουσικό όργανο». Αγχολυτικό.

Το κομπολόι είναι ένα λαϊκό δημιούργημα. Ένα δημιούργημα που φλερτάρει με τις αισθήσεις σου: την ακοή σου, την αφή σου, την όρασή σου. Ακούς το σημείο συνάντησης των χαντρών, αγγίζεις τη θετική ενέργεια των πετρών, κοιτάς την αρμονία και την καλλιτεχνική ισορροπία και συμμετρία του.

Είναι σύμβολο περηφάνειας, δύναμης. Ελευθερίας. Είναι συντροφιά. Είναι ταξίδι. Στις σκέψεις, στα όνειρα, στο παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον. Έχει ψυχή. Δεν είναι ένα απλό παιχνίδι. Είναι κάτι προσωπικό. Έχει ψυχή, έχει νόημα. Δεν το δανείζεις.

Είναι φίλος. Ξέρει όσα οι άλλοι δεν ξέρουν. Είναι εκεί. Στα νεύρα σου, στην ηρεμία σου, στα πάνω σου, στα κάτω σου. Φυσική προέκταση του εαυτού σου. Είναι ένα ταξίδι. Όχι ένα απλό αντικείμενο.  Ένα κόσμημα για άντρες, αλλά και για γυναίκες πια. Ένα ιδιαίτερο δώρο. Ένα αξεσουάρ που σε διαχωρίζει, σε ξεχωρίζει.

Αρκεί να ξέρεις να μετράς τις χάντρες. Έχει κι αυτό την τέχνη του. Μου την έμαθε κι αυτή. Κάποιο απόγευμα στο νησί.

Τώρα, φτιάχνω εγώ κομπολόγια. Και τώρα σας λέω εγώ τις ιστορίες που μου έλεγε. Ίσως όχι με την ίδια σταθερή φωνή, σίγουρα όμως με την ίδια αγάπη.

Το κομπολόι είναι σαν μια προσωπική, ιερή τελετή. Είναι τα μυστικά σου, οι ευχές σου, οι προσευχές σου. Και νομίζω πως αξίζει να έχεις ένα.

 

Αφιερωμένο στον μπαμπά μου, Γιώργο Ιωαννίδη